- παραπροσωπίς
- παραπροσωπίςmaskfem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παραπροσωπίς — ίδος, ἡ, Μ προσωπείο, προσωπίδα, μάσκα, μουτσούνα («ἡ περίθετος κεφαλὴ καὶ περικεφαλαία, φασὶν ἐλέγετο, καθὰ καὶ παραπροσωπὶς ἡ παρὰ τῷ προσώπῳ τιθεμένη», Ευστ.) … Dictionary of Greek